ασχημίζω

ασχημίζω
ασχημίζω και ασκημίζω -ισα
1. μτβ., κάνω κάτι άσχημο: Αυτό το έπιπλο ασχημίζει τη σάλα.
2. αμτβ., γίνομαι άσχημος: Το κορίτσι μας όσο μεγαλώνει ασχημίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασχημίζω — ασχημίζω, ασχήμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασχημίζω — και ασκημίζω (Μ ασχημίζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο, δύσμορφο, ασχημαίνω 2. γίνομαι άσχημος 3. υποβιβάζω ηθικά …   Dictionary of Greek

  • ασκημίζω — και ασχημίζω (Μ ἀσχημίζω) 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. κάνω κάποιον να χάσει την ομορφιά του …   Dictionary of Greek

  • ασχημαίνω — ασχημαίνω, ασχήμυνα βλ. πίν. 47 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • αμορφύνω — ἀμορφύνω (Α) [ἄμορφος] κάνω κάτι άμορφο, τό ασχημίζω …   Dictionary of Greek

  • αμορφώ — ἀμορφῶ ( όω) (Μ) [ἄμορφος] κάνω κάτι κακόμορφο, δύσμορφο, τό ασχημίζω …   Dictionary of Greek

  • ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι …   Dictionary of Greek

  • επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”